- καρκίνωσις
- καρκῐν-ωσις, εως, ἡ,A formation of a cancerous growth, Aët.16.41 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρκινώσεις — καρκίνωσις formation of a cancerous growth fem nom/voc pl (attic epic) καρκίνωσις formation of a cancerous growth fem nom/acc pl (attic) καρκινόω make crab like aor subj act 2nd sg (epic) καρκινόω make crab like fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωσις — κέρκωσις, ἡ (Α) 1. γυναικείο νόσημα που συνίσταται σε σαρκώδη έκφυση τής κλειτορίδας 2. η εμφάνιση ουράς σε κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος «ουρά», κατ αναλογίαν προς το καρκίνωσις] … Dictionary of Greek
καρκίνωση — Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση… … Dictionary of Greek
καρκινώσεως — καρκινώσεω̆ς , καρκίνωσις formation of a cancerous growth fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)